- μήρισμα
- μήρισμα· κάταγμα, ἢ σπάσμα ἐρίου, Hsch.; found in Hero Aut.11.3 codd. ([full] μήρυσμα is cj. in both places).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μήρισμα — (Α) [μηρίζω] (κατά τον Ησύχ.) «κάταγμα, ἢ σπάσμα ἐρίου» … Dictionary of Greek